ελευθεροκοινωνώ

ελευθεροκοινωνώ
ελευθεροκοινώνησα, αμτβ. (για επιβάτες πλοίου), επικοινωνώ ελεύθερα ύστερα από άδεια της υγειονομικής αρχής με τους κατοίκους του λιμανιού όπου το πλοίο προσορμίστηκε, πρατιγάρω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ελευθεροκοινωνώ — ( έω) 1. (για πλοίο) επικοινωνώ με την ξηρά μετά από άδεια τής υγειονομικής αρχής 2. επικοινωνώ με κάποιον ύστερα από διακοπή τών σχέσεων …   Dictionary of Greek

  • πρατιγάρω — Ν (για πλοίο και επιβάτες) επικοινωνώ με τους κατοίκους ενός τόπου έπειτα από άδεια τής υγειονομικής αρχής, ελευθεροκοινωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. pratigare (βλ. και λ. πράτιγο)] …   Dictionary of Greek

  • πρατιγάρω — (από την ιταλ. λ. πράτιγο), ελευθεροκοινωνώ, επικοινωνώ ως επιβάτης πλοίου με τους κατοίκους ξένου τόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”