- ελευθεροκοινωνώ
- ελευθεροκοινώνησα, αμτβ. (για επιβάτες πλοίου), επικοινωνώ ελεύθερα ύστερα από άδεια της υγειονομικής αρχής με τους κατοίκους του λιμανιού όπου το πλοίο προσορμίστηκε, πρατιγάρω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.